- παρωδία
- Λογοτεχνική σύνθεση ή θέαμα (πρόζας, επιθεώρησης, χορού, μουσικής, κινηματογράφου) που παρωδεί το περιεχόμενο ή το ύφος και τη γλώσσα ενός άλλου κειμένου ή θεάματος. Το έργο που παρωδείται πρέπει να πληρεί δύο προϋποθέσεις, να είναι σοβαρό και να είναι ονομαστό, έτσι που η παραποίησή του να γίνεται αμέσως αντιληπτή και να προκαλεί επομένως ενδιαφέρον και γέλιο.
Λογοτεχνία. Η π. ως λογοτεχνικό είδος είχε καλλιεργηθεί ήδη από την αρχαιότητα. Περίφημη στην αρχαία ελληνική λογοτεχνία ήταν η Βατραχομυομαχία, π. της ομηρικής Ιλιάδας. Στην ιταλική λογοτεχνία σημειώνουμε την π. των πετραρχικών σονέτων του Φραντσέσκο Μπέρνι (16ος αι.), στην Ισπανία τη Γατομαχία (Gatomaquia) του Λόπε ντε Βέγκα, στη Γαλλία το Βιργιλίου παρωδία (Vergile travesti, π. της Αινειάδας) του Σκαρόν και το Εκκλησιαστικό αναλόγιο (Lutrin) του Μπουαλό ή τις πολυάριθμες π. των δραμάτων του Ουγκό, μεταξύ των οποίων η π. του Hermani, κλπ. Οι Απομιμήσεις (Pastiches) του Προυστ, τέλος, που εμφανίστηκαν το 1908, είναι μια τέλεια και χαριτωμένη π. του ύφους, μερικών από τους πιο γνωστούς Γάλλους συγγραφείς, από τον Σεν-Σιμόν έως τους Μπαλζάκ και Φλομπέρ.
Και στη βυζαντινή και νεότερη ελληνική λογοτεχνία η π. δεν είναι άγνωστη. Π. του 15ου αι. (ή και ακόμα παλαιότερη) είναι η αθυρόστομη Ακολουθία του σπανού, που παρωδεί τα θρησκευτικά κείμενα, ενώ η κωμωδία του Ιακωβάκη Ρίζου-Νερουλού Κορακιστικά γράφτηκε για να παρωδήσει τη γλώσσα του Κοραή.
Θέατρο.– Η καταγωγή της θεατρικής π. είναι αρχαιότατη και μπορεί να αναχθεί στον 5o αι. π.Χ., οπότε εμφανίστηκε η μορφή του παρωδού, συγγραφέα παρωδιών της επικής ποίησης.
Στην ιστορία του σύγχρονου θεάτρου, η π. παίρνει ένα σαφώς καθορισμένο και αυτοτελή χαρακτήρα μόνο προς το τέλος του 17ου αι. στη Γαλλία (parodie), στην Αγγλία (burlesque), στην Ισπανία (comedias burlescas), στην Ιταλία και στη Ρωσία. Η παραποίηση, σε κλίμακα χιουμοριστική, της υπόθεσης και επομένως του κειμένου, τα λογοπαίγνια, η διακωμώδηση, η συχνά ηθικολογική, πάντοτε όμως κριτική πρόθεση, είναι όλα στοιχεία που αποβλέπουν σε έναν μοναδικό σκοπό, την έντονη αντίδραση κατά των ξεπερασμένων θεατρικών τύπων, η οποία έχει ανυπολόγιστες συνέπειες για την εξέλιξη της θεατρικής ζωής.
Εξίσου σημαντικός είναι ο ρόλος της π. στο λεγόμενο μικρό θέατρο, όχι πια ως π. του κειμένου, αλλά ενός προσώπου ή μιας γνωστής κατάστασης, παραμορφωμένων σε παρωδιακή κλίμακα. Πρόκειται για μια ελαφρότερη π., που συχνά αγγίζει το χυδαίο, με πενιχρές φιλοδοξίες κριτικού και πολιτικοκοινωνικού χαρακτήρα, αλλά με μεγάλη δύναμη και συχνά σημαντική αξία. Στο σημείο αυτό μπορούμε, για τα ελληνικά πράγματα, να αναφέρουμε, εκτός από τα Κορακιστικά του Ρίζου, που είναι μάλλον φιλολογικό παρά θεατρικό κείμενο, τη Βαβυλωνία του Βυζαντίου (1836) που σατιρίζει το γλωσσικό (και κοινωνικό) τραγέλαφο στα επαναστατικά και μετεπαναστατικά χρόνια. Τον 4o και 3o αι. π.Χ. ήταν του συρμού οι ιλαροτραγωδίες –π. με μυθολογικές υποθέσεις, που άνθησαν στη μεγάλη Ελλάδα με το Ρίνθωνα τον Ταραντίνο (ρινθωνικοί μύθοι)– και οι παρατραγωδίες (π. των τραγωδιών του Αισχύλου, του Σοφοκλή, και του Ευριπίδη που έγραψαν ο Στράττις, ο Αριστοφάνης, ο οποίος παρώδησε τον Τήλεφο του Ευριπίδη στους Aχαρνής κ.ά.). Συγγραφέας π. μπορεί να θεωρηθεί και ο Ρωμαίος Πλαύτος (ο Αμφιτρύων είναι στην πραγματικότητα μια μυθολογική π.), ο οποίος βρίσκει στην π. ένα αποτελεσματικό μέσο έκφρασης.
Σήμερα, η π. είναι παρούσα στα πιο διαφορετικά είδη θεάματος, στο τσίρκο (περίφημη η π. του μουσικού δοσμένη από τον Γκροκ), στο θέαμα επιθεώρησης και ποικιλιών – ακόμα και στο τηλεοπτικό θέαμα (π.χ. οι π. διαφόρων προσωπικοτήτων και πολιτικών), στην επιθεώρηση δωματίου, στο μιούζικαλ (παρωδιακή μίμηση του Ροκφέλερ δοσμένη από τον Κλίφτον Γουέμπ, του Ρούζβελτ, δοσμένη από τον Κόχαν κλπ.), και τέλος, στο μπαλέτο.
Παρωδία ενός επεισοδίου της «Οδύσσειας», της άφιξης του Οδυσσέα στο νησί των Φαιάκων, σε αγγειογραφία του 4ου - 3ου π.Χ. αιώνα. (Παρίσι, Μουσείο Λούβρου).
Προμετωπίδα της πρώτης έκδοσης του «Tom Thumb» του Χένρυ Φίλντινγκ (1729), παρωδίας της ηρωικής τραγωδίας της εποχής.
Παρωδία των αγγλικών ηθών, στη φάρσα «Les Anglaises pour rire» (1814) του Ντυ Μερσάν σε λιθογραφία της εποχής. (Καίμπριτζ, συλλογή Beard).
* * *η / παρῳδία, ΝΜΑ [παρωδός]κωμική απομίμηση τού ύφους και τού τρόπου ενός συγκεκριμένου συγγραφέα, φιλολογικού ειδους ή λογοτεχνικής σχολής με υπερτονισμό τών ιδεολογικών ή εκφραστικών αδυναμιών και ιδιαιτεροτήτωννεοελλ.μουσ.1. ο δημιουργικός επαναχειρισμός μιας προϋπάρχουσας σύνθεσης για να δημιουργηθεί μια νέα2. η κωμική απομίμηση ενός σοβαρού έργου3. ανεπιτυχής εμφάνιση, ενέργεια, τρόπος ενεργειών (α. «παρωδία δίκης» β. «παρωδία εξετάσεων»)αρχ.το να αποδοθεί με ωδή, με τραγούδι τμήμα ενός ποιητικού κειμένου ενώ το υπόλοιπο απαγγέλλεται.
Dictionary of Greek. 2013.